- επιτραπέζιος
- -α, -ο (AM ἐπιτραπέζιος, -ον)αυτός που ανήκει στο τραπέζι ή τοποθετείται πάνω στο τραπέζι (α. «επιτραπέζια σκεύη, παιχνίδια» β. «ἐπιτραπέζιος λέξις τὸ παραθεῑναι», Ευστ.)μσν.το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐπιτραπέζιοςο τραπεζοκόμοςαρχ.1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιτραπέζιονχειρόμακτρον, μαντήλι ή πετσέτα2. ονομασία ενός μικρού ανδριάντα τού Ηρακλή που είχε κατασκευάσει ο Λύσιππος.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τράπεζα].
Dictionary of Greek. 2013.